Την τελευταία ημέρα του περσινού καλοκαιριού μας ήρθε το ντεμπούτο των Αμερικανών από το Οχάιο. Οι Prosanctus Inferi ξεκινούν μ’ ένα ιδιαίτερο και πολύ ταιριαστό με την μουσική τους εξώφυλλο. Ουσιαστικά είναι ένα τμήμα του πίνακα “Head I” που σχεδίασε ο Βρετανός Francis Bacon πίσω στα 1948. Τόσο αυτή η παράλογη μορφή του παραμορφωμένου κεφαλιού, όσο και το Logo της μπάντας μεταφέρουν έξοχα με μια εικόνα την μουσική πληροφορία που θα βοούμε να κείτεται στο εσωτερικό του album.
To Pandemonic Ululations of Vesperic Palpitations είναι μια πυκνή φυλλωσιά ακιδωτών φύλλων γεμάτα ιστούς και παράξενες μορφές ζωής, είναι μια αβυσσαλέα θαλπωρή που τυλίγει στοργικά τον αβοήθητο της αστικής συντέλειας, είναι η μιζέρια μετά την μικρή χαρά, είναι η χαιρέκακη ειρωνεία που χασκογελά δίχως οίκτο μπροστά στην ερωτική απογοήτευση, είναι μια ζοχάδα, κατσάδα και αηδία στο αλλοπρόσαλλο της συναισθηματική ανωριμότητας, είναι μια οριστική συντριβή στο απόκρημνο τέλος. Το Black/Death των Profanatica (πλέον καλόγριες με μούσια) και των Blasphemy βολτάρει εκεί που ζει η οπαδική λιτανεία των Black Witchery και κάνουν μαζί κομμάτια grind διάρκειας και Death δρασκελισμών. Το album στηρίζει την κουλτούρα της ηχητικής υπερβολής των Archgoat και δημιουργεί μια λίμνη δυσωδίας προτρέποντας τον ακροατή σε μια γερή εκτόνωση κάθε ζωώδους ενστίκτου. To Pandemonic Ululations of Vesperic Palpitations είναι το soundtrack που παίζει στο χολ της κόλασης, για να σε καλωσορίζει ο ροσσονέρι διαβολάκος που κερνά πορτοκαλάδα και κρουασάν πριν το καζάνι του Ταγματάρχη που υπηρετεί. Ο ήχος είναι μουντός σαν το γκρίζο χάραμα, μια μουτζούρα που θολώνει το χαρτί, άχρωμος και βαλτώδης, αφιλόξενος, ξένος. Μόνο μπουντρούμι εδώ, μόνο σαπίλα. Παράσιτα μεγαλώνουν στ’ άρρωστα κορμιά των φυλακισμένων…
Ατού είναι τα τύμπανα του Antichristus (αυτοκτόνησε το 2010) ο οποίος δεν συνθλίβει μόνο με ρυθμικούς καταποντισμούς αλλά βαδίζει σε πλαίσια αλλαγών δίνοντας ιδιαίτερο τόνο στο κάθε πέρασμα. Δίπλα του ο μάστορας Jake K. (ο έχων «γαμώ τις χωρίστρες») χλομιάζει κάθε τυμπανιστική ορδή με μπασογραμμές και riffάρει με άστατο και ακούραστο τρόπο. Η φωνή εκπέμπει την νεκρική λατρεία με ύφος ξεψυχισμένου εν μέσω μιας χασμωδικής άρθρωσης. Μάλιστα είναι τόσο άναρθρες οι κραυγές του Jake που δεν έχεις καμιά ελπίδα κατανόησης της λεκτικής έκφρασης ακόμα και με το (βαρύ χαρτονένιο δισέλιδο) booklet ορθάνοικτο. Στην σύζευξη των παραπάνω θα βρούμε μια ενοποίηση της φασαρίας με μικρές τεχνικές τσαχπινιές ταχύτητας που τσακίζουν τον ακροατή που λατρεύει την υπολανθάνουσα math τζούρα (στιλ Portal, Mitochondrion). Το στιχουργικό πλαίσιο είναι γεμάτο υπερβολές και λατρείες προς ανακάλυψη. Το μόνο που έχω να πω γι’ αυτό είναι πως: ululation is a long, wavering, high-pitched sound resembling the howl of a dog or wolf with a trilling quality. It is produced by emitting a high pitched loud voice accompanied with a rapid movement of the tongue and the uvula. The term ululation is an onomatopoeic word derived from Latin. It is produced by moving the tongue, rapidly, from left to right repetitively in the mouth while producing a sharp sound.
Τέλος με τα πολλά λόγια, το album κρατά μόνο 25 λεπτά και εμείς δεν έχουμε δικαίωμα να το εγκωμιάζουμε άλλο με πολυλογίες. Εδώ έχουμε μπουντρούμι, μπουντρούμι, μπουντρούμι και σαπίλα, σαπίλα, σαπίλα, γαμώ τη πουτάνα…Αποτρόπαιο Black/Death για τους λίγους και εκλεκτούς κοπρολάγνους, εσύ θα φας σκατά?
(Αφιερωμένο στο μεγάλο τους οπαδό και σωσία του Fenriz από την Λειβαδιά)