2016-Cradle of Filth-Dusk… and Her Embrace – The Original Sin

Το να περιμένεις καλά ή έστω ενδιαφέροντα μουσικά νέα στις μέρες μας, φαντάζει για μένα ως όνειρο θερινής νυκτός. Ναι! είμαι τόσο elitist prick όσο μπορεί να φαντάζεται ο καθένας σας και απείρως περισσότερο, οπότε μεταβολή και δρόμο σε αυτό ακριβώς το σημείο. Γι’ αυτούς που έμειναν, συνεχίζω…

Μη μου μιλάς για καλοκαίρια λοιπόν.. κι όμως, εν μέσω θέρους του 2016 η είδηση που μου μεταφέρεται από τον φίλτατο Plunderer με αναγκάζει να δώσω το πτωχό πλην υπερπολύτιμο click μου (τόσοι και τόσοι πόλεμοι έχουν γίνει γι’ αυτό το αναθεματισμένο) στη σελίδα, στην οποία σου δίνεται η δυνατότητα να ακούσεις την ακυκλοφόρητη version του “Dusk…and her embrace” από τα 1995. Εκεί, πριν πατήσεις το play, προσπαθείς να θυμηθείς προσεκτικά τι ακριβώς είναι αυτό που έχεις ξεχάσει από εκείνη την περίοδο και σου σκάει τώρα μπροστά σου με τη μορφή ενός δίσκου ηχογραφημένου το 1995 αλλά που τον άκουσες μαζί με όλο τον υπόλοιπο πλανήτη την επόμενη χρονιά. Shite, για να τα πάρουμε από την αρχή και αν ξεχάσω κάτι βάλτε μια φωνή.

Όχι, δεν ήμουν κολλητός των Cradle από τα demos, δεν τα παρήγγειλα από τους ίδιους, ούτε έχω το rehearsal tape που το έδωσαν σε 5 γνωστούς τους, που στριμώχνονταν στη γωνίτσα του studio. Το όνομα αυτό εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου, κάποια στιγμή στα 1993, ξεφυλλίζοντας ένα τεύχος του αγγλικού Raw Magazine το οποίο το έβρισκε κανείς μαζί με τον υπόλοιπο ξένο μουσικό τύπο στα περίπτερα πέριξ της πλατείας Ομονοίας και το οποίο περιοδικό το αγόρασα τότε για λόγους που δε θυμάμαι και δεν το ξαναγόρασα ποτέ, για λόγους που επίσης δε θυμάμαι.

Μια κριτική σε ένα από τα shows της βρετανικής περιοδείας Emperor/Cradle of Filth/Mourn ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα της σχέσης μου μαζί τους λοιπόν και η πρώτη από τις ατάκες τις οποίες έχω κρατήσει στη μνήμη, για τους Cradle, βρισκόταν εκεί μέσα, σε εκείνο το live report: Cradle of Filth bamboozle their way through some Necrosanctstyle death metal while the singer has something that suspiciously looked like Ribena dripping off his mouth»). Για τους Emperor η ετυμηγορία ήταν complete and utter shite”, οπότε εύκολα αντιλαμβάνεσθε ότι όταν μπροστά σου γράφεται ιστορία, δεν είναι πάντα σίγουρο ότι δύνασαι να το συνειδητοποιήσεις.

Μερικούς μήνες αργότερα οι Necrosanct-style death metallers έγιναν ένα από τα πολλά ονόματα που σε 15ημερη βάση γέμιζαν το μυαλό μου (κάθε 15 μέρες έσκαγε σπίτι το νέο mailorder update της Osmose και προσπαθούσα αμέσως να κατατοπιστώ για τις επόμενες αγορές) και πάνω που ψάχνεσαι να δεις τι συμβαίνει, έρχεται το τρέχον τεύχος του Metal Hammer με κριτική στο “Principle…”, τον οποίο φιλοδωρεί με ένα 5. Κακός βαθμός τότε, ίσον πλήρης απαξία εκ μέρους του κοινού! Πίσσα και πούπουλα! Ακόμη θυμάμαι μία πολύ χαρακτηριστική ατάκα της συγκεκριμένης κριτικής, η οποία μ’ έκανε να πω ότι η συγκεκριμένη μπάντα είναι μάλλον αδιάφορη. Ανέφερε λοιπόν το κείμενο: «οι Cradle of Filth σου βγάζουν την αίσθηση του ‘φτιαχτού’, δε σου βγάζουν την αίσθηση του ‘πάρτα στο κεφάλι’ όπως άλλα συγκροτήματα του είδους». Τους βάφτισα κι εγώ φλώρους λοιπόν και πήγαμε γι’ άλλα.

Έλα όμως που την επόμενη ακριβώς εβδομάδα καταφτάνει στο σπίτι το 5ο τεύχος (υπήρξε το πρώτο τεύχος που αγόρασα ποτέ από το συγκεκριμένο και το ακολούθησα έως το 10ο τεύχος, όπου σήμανε η καμπάνα της λήξης για την έντυπη μορφή του, αργότερα εμφανίστηκε και σε ηλεκτρονική) ενός fanzine το οποίο εξελίχθηκε σε πολύτιμο σύμβουλο αγορών και γενικότερα ενημέρωσης˙ ονομαζόταν “Voices from the darkside”, πατέρας του είναι ο Frank Stöver (σιγά που θα κάτσω να σας πω, εγώ ο ανύπαρκτος, τι έχει κάνει αυτός ο άνθρωπος στη διαδρομή του σε αυτό το χώρο) και μέσα στην υπερπλούσια ύλη του, την οποία διαβάζω και ξαναδιαβάζω ασταμάτητα, περιλαμβάνεται μια ΑΠΟΘΕΩΤΙΚΗ κριτική στο “Principle…” (η ατάκα την οποία έχω απομνημονεύσει από εκείνη την κριτική, αναφέρει πως «οι CoF σε αυτό το ντεμπούτο τους παρουσιάζουν ιδέες, που άλλα groups χρειάζονται δέκα δίσκους και πάλι δε θα μπορούσαν να φτάσουν») και μια πελώρια συνέντευξη όπου ο Dani ως κλασσικός φανφαρόνος, που ήταν από την αρχή, δεν άφηνε πέτρα πάνω στην πέτρα. Οι πρώτες ρωγμές στην μονοκρατορία του Metal Hammer επάνω στις μουσικές μου αγορές (η οποία έγινε θρύψαλα μ’ εκείνο το άθλιο Suomi Finland Perkele, το οποίο έτυχε μεγαλειώδους κριτικής μα εγώ κλαίω τα λεφτά μου από τότε και ό,τι και να μου πείτε δεν υπάρχει περίπτωση να με πείσετε) ήταν γεγονός και μόλις το CD έκανε την εμφάνισή του στα ράφια της Unisound δεν το σκέφτηκα στιγμή. Το πόσα αόρατα πορτοκάλια/grapefruit με έκανε να κρατήσω το “Principle…” δεν περιγράφεται!

Οι πιο τολμηροί (γεια σου Michael!) φορούν και τα μπλουζάκια τους μέσα σε γενική κατακραυγή και δειλά-δειλά οι εν Ελλάδι οπαδοί της…βρωμοκούνιας (εντάξει αυτό ήρθε αργότερα, αλλά δεν κρατιέμαι άλλο) πολλαπλασιάζονται. Στο εξωτερικό η μπάντα κάνει πολλές συναυλίες, δέχεται τα πρώτα ενορχηστρωμένα πυρά από Νορβηγία μεριά (γνωστή τακτική αυτών εκεί πάνω, το έκαναν οργανωμένα και συστηματικά εναντίον οποιασδήποτε ‘απειλής’ για την πρωτοκαθεδρία τους) και δημιουργεί τον κακό χαμό με το «Jesus is a Cunt» μπλουζάκι, το οποίο μέχρι και στις δικαστικές αίθουσες έφτασε, με σύλληψη οπαδού και καταδίκη του με νόμο του 1839. Ελάχιστοι προφανώς γνώριζαν (και αυτό αποδεικνύεται σήμερα που κυκλοφορεί το ‘παλαιό’ «Dusk…and her embrace») ότι πίσω από όλα αυτά, η μπάντα ηχογραφεί στο παρασκήνιο το δεύτερό της δίσκο. Επισήμως υπάρχει σιωπή ως τη στιγμή που κυκλοφορεί η είδηση ότι το group θέλει να αποδεσμευτεί από το συμβόλαιο με την Cacophonous για να μεταπηδήσει στη Music for Nations. Είναι σίγουρο ότι η προοπτική της δεύτερης ακουγόταν πολύ καλύτερη στα αυτιά των μελών (σε πόσους και ποιους, από αυτούς, ακριβώς δεν ξέρουμε και από εδώ αρχίζουν και τα όσα μπορεί να μη μάθουμε και ποτέ) από το να κυκλοφορήσουν δεύτερο full-length στην Cacophonous, για την οποία όμως το είχαν ηχογραφήσει και με την οποία δεσμεύονταν με συμβόλαιο και για δεύτερο album. Το αν η ίδια η MFN προσέγγισε το group ή το ενδεχόμενο να πήγαν οι ίδιοι με το demo του δίσκου στο Λονδίνο, είναι κάτι που δεν αλλάζει το περιεχόμενο του δικαστικού αγώνα που δόθηκε και που κατέληξε στο γνωστό συμβιβασμό. Η Cacophonous πήρε το «V Empire» και η MFN το «Dusk…and the embrace» μείον κάποια τραγούδια.

Τ’ απόνερα της ιστορίας αυτής πολλά. Η πρώτη εξέλιξη ήταν ότι δεν ξαναείδαμε ποτέ στους Cradle τα αδέρφια Paul και Benjamin Ryan. Μαζί με τον επίσης αποχωρήσαντα εκείνη την περίοδο Paul Allender (ο οποίος μετέπειτα ξαναγύρισε στους Cradle) και τον Darren White που εκείνη την περίοδο είχε αφήσει πίσω του τους Anathema, φτιάχνουν τους The Blood Divine (λογικό το συμβόλαιο με την Peaceville). Μετά το 1997 και τη διάλυσή τους, ο Paul ασχολήθηκε με την οργάνωση συναυλιών και το promotion συγκροτημάτων. Με τον Paul γνωριστήκαμε καλύτερα μετά από μια συναυλία- Halloween party των The Blood Divine, σ’ ένα μικρό club ενός γειτονικού χωριού του Colchester και από τότε βρεθήκαμε πολλές φορές να πίνουμε στην ίδια pub (στη λατρεμένη όλων μας The Hole in the Wall, η μισή ακραία σκηνή της Αγγλίας, στα μέσα των ‘90s, εκεί κατέβαζε pints). H παρουσία μου στο Metal Hammer αποτέλεσε αφορμή για να έχουμε καλή επικοινωνία˙ μιλούσαμε για καινούργιους δίσκους και επερχόμενα gigs, θέματα που είχαν να κάνουν με την οργάνωση συναυλιών και το κοινό που πάντοτε έμοιαζε να αποτελείται από τους ίδιους ακριβώς ανθρώπους. Μέχρι και κάσες με μπύρες, υπό βροχή, για τους The Haunted κουβαλήσαμε παρέα στη συναυλία τους, που οργάνωσε ο ίδιος στο Camden Underworld. Σε καμία, όμως, στιγμή δε θέλησε να μου αποκαλύψει τους λόγους που αυτός και ο αδερφός τους βρέθηκαν εκτός Cradle, όσο και αν προσπαθούσα να φέρω τη συζήτηση στο τότε. Ο καθένας ας κάνει τις υποθέσεις του, εγώ έχω ήδη κάνει τις δικές μου. Θεωρώ λοιπόν ότι τ’ αδέρφια πίστευαν ότι ο δικαστικός αγώνας που βρισκόταν σε εξέλιξη είτε δε θα έπρεπε να είχε επιλεγεί ως λύση, είτε θα προκαλούσε τη διάλυση του συγκροτήματος, οπότε επέλεξαν να αποχωρήσουν (μπορεί και να μην ήταν και τόσο ήρεμα τα πράγματα, αλλά ας μην πάμε στο χείριστο σενάριο αναγκαστικά, γνωστό ότι όλοι πετούν τη σκούφια τους για ίντριγκα αλλά μέχρι εκεί) για να μη βρεθούν χειρότερα μπλεγμένοι, αλλά και για μπορέσουν να συνεχίσουν να παίζουν μουσική.

Η δεύτερη εξέλιξη έχει να κάνει με τον Frater Νihil ή κατά κόσμον Neil Harding, ιδιοκτήτη της Cacophonous και από παλιά χωμένο στο χώρο ως υπεύθυνο του death/thrash κομματιού της Vinyl Solution. To γραφειάκι στο 231 Portobello Road στο Notting Hill άλλαξε ταμπελάκι κάποια στιγμή και η Cacophonous είχε γεννηθεί για να καλύψει το black metal ιδίωμα. Μετά τη δίκη, ο Neil εγκαταλείπει το δημιούργημά του, για λόγους που επίσης αμφιβάλλω αν θα μάθουμε ποτέ. Το εμπιστεύεται στους υπόλοιπους παρεπιδημούντες των γραφείων και πηγαίνει στο Chelmsford (μια μικρή πόλη, στα 15 λεπτά με το τρένο από το Colchester, όπου βρίσκομαι εγώ με τους μισούς παλιούς και νέους Cradle of Filth και άλλα 20 λεπτά από το Ipswich όπου ζει ο Dani – όλους λοιπόν τους ενώνει η ίδια σιδηροδρομική γραμμή) για να ιδρύσει τη Mordgrimm. Τα χάλια της ‘νέας’ Cacophonous τα είδαμε άμεσα και τα σχολιάσαμε, αφού το μόνο που έκαναν ήταν να ψάχνουν μπάντες που να είναι όσο πιο κοντά γίνεται στο στυλ των Cof, και πολύ σύντομα η εταιρεία καταντά ανέκδοτο.

Η τρίτη εξέλιξη έχει να κάνει με τους μπασίστες. Ο Robin βρίσκει την ευκαιρία να ασχοληθεί περισσότερο με το project του, τους December Moon και να κυκλοφορήσει το ένα και μοναδικό album τους στη Spinefarm. Επιστρέφει άμεσα και ξαναπιάνει το μπάσο στους Cradle για τις ηχογραφήσεις του «V Empire» και του ‘νέου’ «Dusk» αλλά δεν ξεχνά το φίλο και συνεργάτη του στους December Moon, ένα drummer ονόματι William Sarginson, τον οποίο θα φέρει στο γκρουπ την περίοδο της αποχώρησης του Nicholas Barker. Ο Sarginson εκτελεί χρέη drummer και στους The Blood Divine, η διάλυση των οποίων του έρχεται κουτί, για να βρεθεί στους Cradle. Το μπάσο στις ηχογραφήσεις του ‘παλιού’ «Dusk» αναλαμβάνει ο Jon Kennedy και με την τεχνογνωσία που αποσπά, δημιουργεί τους Hecate Enthroned. οι οποίοι στα πρώτα τους albums κινούνταν σαφέστατα στα ίδια μονοπάτια με τους Cradle. Οι όποιες απορίες, γιατί ο ήχος τους ήταν τόσο κοντά σε αυτόν τον CoF, μόλις έπαψαν να υπάρχουν…

Κοντεύω τις 1500 λέξεις και απάντηση δεν έχετε πάρει στο ερώτημα του τι τελικά είναι το ‘παλιό’ «Dusk». Θα μπορούσα απλά να σας πω να ακούσετε το «Carmilla’s Masque» στις 2 του εκδοχές και να τελειώσει για μένα κάθε περαιτέρω συζήτηση. Τα γελάκια από τις βαμπιρέλες στη μέση του νέου δεν έχουν την παραμικρή σχέση με το occult νανούρισμα που είναι το παλιό. Δε θα κρυφτώ και θα πω, ότι το «Dusk» τότε δεν άντεξα ποτέ να το ακούσω ολόκληρο, πέρα από τις πρώτες ακροάσεις. Είναι μάλιστα ο δίσκος τους, που έχω ακούσει λιγότερο από τους άλλους. Αναφέρομαι φυσικά στην περίοδο έως και το «Midian», όπου ουσιαστικά είναι τα χρόνια της επισταμένης ενασχόλησής μου με τους Cradle. Το, γιατί, είναι απλό. Υπήρχε ένα μουσικό χάσμα ανάμεσα στο ντεμπούτο και σε αυτό, το οποίο αδυνατούσα να κατανοήσω πως έχει προκύψει. Τώρα πια, τα πάντα είναι ξεκάθαρα. Το παλιό (με τις μεγαλομανίες του και τις ατυχείς του εμπνεύσεις, σε στιγμές) είναι ηχητικά και συνθετικά η λογική συνέχεια του «Principle», ενός πολυαγαπημένου δίσκου που τάραξε τα νερά και έφερε μια ολοκαίνουργια προσέγγιση. Είναι η απόδειξη ότι η μπάντα είχε πλέον δέσει και ετοιμαζόταν να διευρύνει ακόμη πιο πολύ τους ορίζοντές της, κρατώντας όμως τις καταβολές της. Το νέο είναι περασμένο μέσα από το vampirella φίλτρο, το οποίο έχει πετάξει έξω όλες τις κιθάρες που κρατούσαν το ίσο ανάμεσα στις death/doom/black/heavy καταβολές τους, προς όφελος αυτού που οι ίδιοι ονόμασαν extreme gothic metal. Ο nasty little midget είχε σχέδιο για παγκόσμια κυριαρχία και οφείλω να του αναγνωρίσω το ότι το πέτυχε, δίνοντας προς κατανάλωση ένα δίσκο που δεν είχε αιματοβαμμένους κυνόδοντες αλλά κινηματογραφικούς βαμπιρόδοντες (συγγνώμη για το αδόκιμο του όρου).

Δε θα με πιάσετε να λέω ότι το παλιό Dusk είναι ‘καλύτερο’ του νέου γιατί δεν είναι αυτός ο σκοπός των όσων αποφάσισα να γράψω.  Ένας δίσκος ο οποίος αποτέλεσε εισαγωγικό δίσκο για μια ολόκληρη γενιά οπαδών και που ακόμη πιάνω τον εαυτό μου να σιγοτραγουδάει σημεία του, 20 χρόνια μετά, δε θα μπορούσε ποτέ να αποτελέσει αντικείμενο τέτοιας ευτελούς σύγκρισης με όρους ‘άσπρου-μαύρου’. Εδώ μιλάει η καρδιά ενός οπαδού του ντεμπούτου, που ήθελε άλλο ένα album κοντά σε αυτό το στυλ και μετά από τόσα χρόνια ανακαλύπτει ότι αυτό υπήρξε! Θα δώσει λοιπόν στο παλιό «Dusk» τις ακροάσεις που δεν πήρε ποτέ το καινούργιο. Οι παλιές αγάπες θα αναθερμανθούν.

Υ.Γ.: Το καινούργιο Dusk μου χάρισε μία από τις πιο δυνατές στιγμές στην πλέον λατρεμένη μου συνήθεια, την αγορά μουσικής. Ήταν καλοκαίρι του 1996 και το album ετοιμάζεται να βγει από την MFN, η οποία έχει βομβαρδίσει τον αγγλικό μουσικό τύπο με διαφημίσεις. Στο Colchester υπάρχει ένα μικρό ανεξάρτητο δισκάδικο, το Time Records (R.I.P.), το οποίο διανέμει αποκλειστικά όλες τις αγγλικές εταιρείες και έκανε και δικές του metal διανομές. Έχοντας ήδη αποκτήσει  οικειότητα με τον ιδιοκτήτη γνωρίζω ότι θα έχει το album από την πρώτη μέρα κυκλοφορίας του και περιμένω να έρθουν οι κόπιες.

Το δισκάδικο είναι ένα παραδοσιακό αγγλικό μαγαζάκι, από αυτά με την ξύλινη επένδυση και τις 2 βιτρίνες. Το πρωί της Δευτέρας η μία βιτρίνα έχει μεταμορφωθεί σε βωμό του album, με τις εκδόσεις του βινυλίου, του digipack και την κανονική έκδοση να βρίσκονται ανάμεσα σε flower crowns, πέπλα και goth accessories. Μαγικό θέαμα, από μια εποχή που το μεράκι περίσσευε. Η MFN μπορούσε αναμφίβολα να εκτοξεύσει το γκρουπ σε δυσθεώρητα ύψη. Ο ιδιοκτήτης, μαζί με την κόπια του βινυλίου μου χάρισε και ένα από τα promo posters που του έστειλε η MFN ως επίσημου διανομέα του album. Κάθε φορά που το βλέπω, αυτή η βιτρίνα ζωντανεύει μπροστά μου.

Υ.Γ. 2: Αν μπερδευτήκατε, για μένα ‘παλιό’ είναι το «Dusk…and her embrace» του 1995 και ‘νέο’ αυτό του 1996. Έτσι είναι ούτως ή άλλως, αφού αυτό του 1996 έχει καινούργια τραγούδια τα οποία αντικατέστησαν όσα μπήκαν στο «V Empire» και φυσικά διαφορετικές ενορχηστρώσεις.

....Υ.Γ.3: Αυτή την άθλια και βρωμερή κατσαρίδα που μαγαρίζει το εξώφυλλο, το μόνο που αξίζει να της κάνεις είναι να την ψεκάζεις με Teza. Βέβαια και το εξώφυλλο του 1996 νομίζω ότι πλέον δε δείχνει τόσο εντυπωσιακό όσο έδειχνε τότε, αλλά το διακρίνει ακόμη μια καλαισθησία. Δυστυχώς το μεράκι πια δεν περισσεύει, ξέφτισαν όλα κι έγιναν φτηνιάρικα και σκαρωμένα στο πόδι.

 

Νίκος Αναστόπουλος

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.